-
1 ῥῆγμα
A breakage, fracture, joined with σπάσμα, Hp.Aër.4, cf. D.18.198, Dsc.3.74; with στρέμμα (a strain), D.2.21, 11.14.3 rent, tear, in clothes, Archipp.38.4 cleft, chasm,ῥ. τῆς γῆς Arist.HA 628b29
; chink,ἐν τοίχοις Plb.13.6.8
; breach in a dyke, PLond.1.131r.45,60 (i A.D.).II lesion or rupture of tissue, , cf. Gal.1.238, 10.232; esp. oflung, Hp.Loc.Hom.14, Morb.1.20:hence [full] ῥηγμᾰτίας, ου, ὁ, one who has such a rupture, Id.Aër.4, Dsc.3.146, 4.10;τοὺς ἐκ βηχὸς ῥηγματίας Hippiatr.22
; but ῥηγματίας πλεύμονος perh. = pleurisy, Hp.Morb.2.53; [full] ῥηγμᾰτώδης, ες, Id.Epid.7.26.
См. также в других словарях:
ρηγματίας — και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α 1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων» 2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος» πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. κτηματ ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας… … Dictionary of Greek